Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκ παλαιοῠ

См. также в других словарях:

  • παλαιοῦ — παλαιός old in years masc/neut gen sg παλαιόω make old pres imperat mp 2nd sg παλαιόω make old imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίου — παλαίω wrestle pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) παλαίω wrestle imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) παλαιόω make old pres imperat act 2nd sg παλαιόω make old imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Paleo Faliro — Gemeinde Paleo Faliro Δήμος Παλαιού Φαλήρου (Παλαιό Φάληρο) …   Deutsch Wikipedia

  • κατάρρινοι — Υπόταξη των πρωτευόντων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα ρουθούνια τους είναι στραμμένα προς τα κάτω και χωρίζονται από ένα στενό ρινικό διάφραγμα. Οι κ. περιλαμβάνουν τα πρωτεύοντα του Παλαιού Κόσμου και διακρίνονται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας (Αθηνών) — Ανήκει στη Σχολή Θετικών Επιστημών και στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στεγάζεται στο κτίριο του Παλαιού Χημείου του Πανεπιστημίου (Σόλωνος 104), το οποίο χτίστηκε το 1887 σε σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Phaleron — Gemeinde Paleo Faliro Δήμος Παλαιού Φαλήρου (Παλαιό Φάληρο) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • πυκνόνωτος — (pycnonotus). Γένος μικρών ωδικών πτηνών, από την οικογένεια των πυκνονωτιδών. Έχουν μαλακό φτέρωμα, σε πράσινο ή καστανό χρώμα, και ζουν στα ορεινά δάση, όπου τρέφονται με έντομα. Χαρακτηριστικός τύπος πυκνόνωτου, μικρού ωδικού πτηνού του… …   Dictionary of Greek

  • σολδίο — το / σολδίον, ΝΜ, και σόλδι και σολδί Ν νεοελλ. (κατά τον μεσαίωνα) χάλκινο ή ορειχάλκινο νόμισμα τού παλαιού γαλλικού νομισματικού συστήματος, που αντιστοιχούσε με το 1/20 τής λίβρας, ενώ μετά την καθιέρωση στη Γαλλία τού δεκαδικού συστήματος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»